Ξύπνησα όπως πάντα, αρκετά πρωί. Γύρω στις επτά. Όλες τις προηγούμενες μέρες, σκεφτόμουν έντονα τους ανθρώπους εκείνουν που πνίγηκαν, εκείνους που αγνοούνται και τους άλλους που έζησαν. Ήθελα να πάω αλλά δεν μπορούσα με τη μηχανή διότι συνεχώς βρέχει. Μα σήμερα το πήρα απόφαση και δεν με νοιάζει ό,τι κι αν γίνει. Ντύνομαι, παίρνω την φωτογραφική μηχανή και φεύγω. Όταν έφτασα στην Λεωφόρο Αθηνών, άρχισε να βρέχει κι εγώ να είμαι πάνω στο παπί εκτεθειμένος. Θα μπορούσα να παρκάρω σε ένα υπόστεγο μέχρι να σταματήσει ή να γυρίσω πίσω σπίτι για να μην έρθει χειρότερη βροχή. Συνέχισα όμως. Βράχηκα και στέγνωσα ταυτόχρονα πάνω στο μηχανάκι μέχρι να φτάσω.
Κάνα δυο χιλιόμετρα πριν τη Μάνδρα, υπήρχε περιπολικό. Με σταμάτησε ο αστυνομικός και με ρώτησε, που πάω. Όχι γιατί ήθελε να μάθει το που, αλλά γιατί μου είπε ότι θα γίνω μέσα στις λάσπες. Πιο πάνω μου είπε, ο δρόμος είναι δέκα πόντους λασπωμένο νερό και θα γίνεις μούσκεμα παντού. Περνούν νταλίκες και αυτοκίνητα και θα σε βρέξουν ολόκληρο. Τον ευχαρίστησα για τις συμβουλές και συνέχισα. Είχε δίκιο. Μέσα σε δύο λεπτά είχα γίνει χάλια. Προσπαθούσα να προστατέψω την τσάντα που είχα τη φωτογραφική μηχανή με τους φακούς.
Τελικά έφτασα στη Μάνδρα Αττικής. Βλέπω ότι έχουν κλείσει το δρόμο κι έτσι αφήνω το παπί σ’ ένα στενό και αρχίζω πεζός να πηγαίνω ανηφορικά, προς την κεντρική πλατεία. Αυτά τα λίγα λεπτά μέχρι να φτάσω εκεί, έβλεπα γύρω μου το χάος. Και πίστεψέ με αναγνώστη, δεν υπερβάλω διόλου. Όταν έφτασα στην πλατεία, αντίκρισα ένα θαύμα. Τα νερά, είχαν πάρει τα πάντα. Με ενημέρωσαν πως καρφώθηκαν πάνω στην πλατεία αυτοκίνητα μπόλικα αλλά και κοντέινερ. Κι όμως, ο Καπετάν Βαγγέλης, ο Εθνομάρτυρας Μακεδονομάχος, Κοροπούλης στο επώνυμο, δεν κουνήθηκε καθόλου.
Περπατούσα και δεν μπορούσα να πιστέψω τι έβλεπα. Δεν υπήρχε κανένα κατάστημα που να είχε γλιτώσει. Για να καταλάβω τι μαγαζί ήταν εκεί, έπρεπε κάθε φορά να κοιτάζω την πινακίδα έξω. Είχαν γίνει απλά λασπωμένοι χώροι. Τίποτα παραπάνω. Κοντοστεκόμουν κάθε φορά που πλησίαζα ανθρώπους και τους ρωτούσα αν χρειάζονται βοήθεια. Με ευχαριστούσαν μέσα από την καρδιά τους και μου έλεγαν όχι και συνέχιζαν ακάθεκτοι προς τον αγώνα να καθαρίσουν.
Μίλησα με πολλούς ανθρώπους. Έμαθα δεκάδες ιστορίες που δεν γίνεται να τις γράψω μέσα σε ένα απλό και σύντομο κείμενο. Όμως συμβολικά θα αναφερθώ σε κάποιες αφηγήσεις και κάποιους ανθρώπους. Πριν ξεκινήσω να μιλάω με ανθρώπους, ένιωθα πόσο δεμένοι ήταν μεταξύ τους. Από το απέναντι πεζοδρόμιο κάποιος φωνάζει: έλα Μαρία, πάρε για τα παιδιά και πετάει μία σακούλα προς το μέρος της γυναίκας, με ψωμί. Πιο πάνω κάποιοι μοίραζαν νερό εμφιαλωμένο σε άλλους. Παραπέρα μία ομάδα Πακιστανών, βοηθούσε όπως μπορεί, απλόχερα και συντονισμένα.
Κοντοστάθηκα έξω από μία αυλή που μέσα της υπήρχε το χάος. Ένας άνδρας με κοίταξε και μου έγνεψε το κεφάλι, σαν να ήθελε να μιλήσω και να του πω κάτι. Το οτιδήποτε. Ένιωσε πως ήμουν ξένος, από άλλη περιοχή της Αττικής, Του είπα πως το λεξικό μου ταμείο δεν υπάρχει πια και μόνο μία καλημέρα μπορώ να πω κι αυτή με μισή καρδιά αφού καθόλου καλή δεν είναι η μέρα. Με προσκάλεσε μέσα στην αυλή να μου δείξει τις ζημιές και με ποιον τρόπο έγιναν. Τον άκουγα και δεν πίστευα πως μπορεί ένας άνθρωπος, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου στο Ελληνορώσων, να έζησε κάτι τέτοιο. Έχασε τρία αυτοκίνητα και έπαθε ένα σωρό ζημιές μα χαμογελούσε ακόμα. Άργησε να πάει για μερικά λεπτά στην πρωινή του δουλειά, αλλιώς θα τον είχε βρει έξω με το αυτοκίνητο και θα είχε πνιγεί. Τον ρώτησα να μου πει το όνομά του. Σωτήρης, μου είπε. Και του είπα πως από τώρα πια, το όνομά του παίρνει άλλη αξία, αφού υπήρξε σωτηρία για αυτόν και ολόκληρη την οικογένειά του. Η γυναίκα του η Όλγα κι αυτή με το χαμόγελο, με ρώτησε αν είμαι δημοσιογράφος ώστε να μου στείλει με mail υλικό που έχει, βίντεο και φωτογραφίες από την στιγμή της καταστροφής. Την ευχαρίστησα και πριν φύγω, έβγαλε καραμέλες από την τσέπη και μου έδωσε. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, που να ήξερε πως από μικρός δίνω καραμέλες στους ανθρώπους, μέχρι και τώρα και το ξέρουν όλοι οι γνωστοί μου αυτό . Δεν της το είπα, αλλά θα το διαβάσει τώρα εδώ, μάλλον.
Συνέχισα και είδα μία μαυροφορεμένη γριά. Την κοίταξα στα μάτια από 3-4 μέτρα μακριά. Μου λέει, έλα εδώ κοντά. Από που είσαι; Της είπα. Μου είπε πως κάποιος φίλος τους γιου της, είχε μία μικρή μπουλντόζα και τον περιμένει να της βγάλει τη λάσπη από την είσοδο του σπιτιού. Με προκάλεσε μέσα στο σπίτι της. Δεν είχε μείνει τίποτα. Μία φτωχική κάμαρα, είχε γίνει ακόμα πιο φτωχική. Πως σε λένε; Νίκη, μου λέει. Από το Νικολέτα; Όχι, από το Ανδρονίκη αλλά αυτό δεν το ξέρει κανείς, μου λέει και χαμογέλασαν τα μάτια της. Νικούλα με φωνάζουν από μικρή. Μου δείχνει μία φωτογραφία τον άντρα της τον Λεωνίδα. Μου λέει πως πέθανε τον περασμένο Γενάρη. Ήταν μαζί του από προξενιό από πολύ μικρή. Τον αγάπησες; Της λέω. Και τον αγάπησα και τον ερωτεύθηκα στην πορεία. Γιατί ήταν καλός άνθρωπος και δεν μου χάλασε χατίρι. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Πόσο ετών είσαι Ανδρονίκη μου; 78 μου λέει. Γεννήθηκα το ’78 οπότε αγαπώ τον αριθμό αυτό. Έλα να με ξεπροβοδίσεις να συνεχίσω το οδοιπορικό μου, της λέω και βγαίνουμε αγκαλιά προς το χάος.
Κάθε κατάστημα που έβλεπα ερείπιο με έπιανε η καρδιά μου, διότι ήξερα πως θα είχε και υπάλληλους και τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από που θα έχουν πόρους; Ενώ τα σπίτια που έξω αυτά έβλεπα μία άμορφη μάζα με όλα τους τα υπάρχοντα, δεν ήθελα καν να τα κοιτάζω. Ακούω μία φωνή ενός άντρα να φωνάζει κλαίγοντας, εκείνο το κλάμα που έχει αξιοπρέπεια και εκείνο το δάκρυ που μοιάζει με άγιο μύρο. σαράντα χρόνια έφτιαχνα το σπίτι μου, για να χαθεί μέσα σε λίγα λεπτά, φώναζε και ξανά φώναζε σαν να είχε κολλήσει η κασέτα. Εκεί συνάντησα τον Χρήστο που μου είπε πολλά, αλλά με στοίχειωσε κάτι συγκεκριμένο. Μου είπε, Βαγγέλη ευτυχώς που πέθανε η μητέρα μου πέρσι, γιατί φέτος θα είχε πνιγεί.
Όσο περπατούσα μέσα σε αυτήν τη βιβλική καταστροφή, άκουγα συνεχώς ιστορίες ανθρώπων, που παρακαλούσα να είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου και μέσα σε λίγες βδομάδες, να ξαναφτιάξουν όλα. Όμως με τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, όσα χρήματα και να είχα, ήξερα πως δεν μπορώ να κάνω κάτι. Γνώρισα ανθρώπους που ήξεραν πολύ καλά τα θύματα και μάλιστα πριν λίγες ώρες, κάποιους, την προηγούμενη μέρα, τους είχαν δει ζωντανούς, δίχως να μπορεί να περάσει από το μυαλό τους, το πόσο δύσκολες ώρες θα έρθουν σε λίγες ώρες.
Η Δυτική Αττική, μοιάζει σαν ένα φωτογραφικό άλμπουμ που είναι σε εξέλιξη. Τα χιλιάδες στιγμιότυπα, δεν έχουν πάρει ακόμη την οριστική τους θέση στις σελίδες. Άνθρωποι, μία ζωή στην κόψη του ξυραφιού, μία ζωή με ευτράπελα, με σκαμπανεβάσματα. Οι άνθρωποι αυτοί, έχουν μία πικρή βεβαιότητα πως πρέπει να προσπαθήσουν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που ήρθαν τα πάνω κάτω ή τα κάτω ακόμα πιο κάτω. Κάποτε όλα αυτά, θα είναι συναρπαστικές περιπέτειες, τώρα όμως είναι φρίκη σε χρώμα χώμα. Όλοι είμαστε στο πλοίο της ύπαρξης. Κάποιους όμως, τους είπαν λαθρεπιβάτες και τους πέταξαν στη θάλασσα. Στη λασπωμένη θάλασσα.
Μάνδρα Αττικής: Ένα ταφικό μνημείο. Δυστυχώς για την υπερβολή στην διατύπωση δεν ευθύνομαι εγώ. Το πολιτικό τοπίο καλά κρατεί. Το Δυτικό τοπίο; Η πολιτική ανυδρία από την μία, ο κατακλυσμός του Νώε από την άλλη. Θεέ μου πόσο συγκλονιστικό είναι να ξεθάβουν ανθρώπους από το χώμα για να τους κηδέψουν σε άλλο χώμα. Κάπου εδώ δεν έχω άλλα λόγια. Δε θέλω να έχω άλλα λόγια. Φλυάρησα, προς τιμήν των νεκρών. Όταν έφυγα από τη Μάνδρα Αττικής, ένιωσα ότι φεύγω από μία φιλική επίσκεψη. Σας αξίζουν ένα σωρό αγκαλιές. Αφού οι λέβητές σας καταστράφηκαν, έστω να σας κρατήσουμε ζεστούς με κάποιον τρυφερό τρόπο.