Παρακολουθώ τη γραφή του Βαγγέλη Ευαγγελίου αρκετά χρόνια. Είναι μια γραφή ασπαίρουσα, βιωματική, ενίοτε αμετροεπής και υπέρ του δέοντος γλωσσοπλαστική που καταλήγει ζαλιστική στην ανάγνωσή της. Ο Ευαγγελίου χρόνια τώρα εκτοξεύει στίχους και κείμενα σαν τον ναυαγό στην έρημη πόλη. Τα κλείνει σε μπουκάλια και τα πετάει στο ανθρώπινο πέλαγος, στις ψηφιακές και έντυπες θάλασσες. Και τα κείμενά του, οι στίχοι του ξεβράζονται σε ανώνυμους και λιγότερο ανώνυμους αναγνώστες.
Η νέα του ικανοποιητική συλλογή, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του ύφους του: εσωτερική αγωνία, λατρεία των ημιτονίων της καθημερινότητας και των αθέατων στιγμών, απρόσμενες συνθήκες τραυματισμένου εγωισμού, αλλά τώρα εξελίσσει τη γραφή του πολύ πιο ώριμα και κατασταλαγμένα.
Δεν έχουμε εδώ ποιήματα-ποταμούς όπως σε προηγούμενες δημοσιεύσεις του, αλλά καταθέσεις πολύ πιο περιεκτικές, ενίοτε δωρικές, στα όρια ιδιότυπων χαικού.
Ο ποιητής γράφει απελευθερωμένος από τον “ποιητισμό (sic)” που ίσως έχουμε συνηθίσει στις ποιητικές συλλογές. Στο “μετά το Ωμέγα” ακροβατεί με μελετημένη καλαισθησία από το συμβολικό στο αγοραίο, από το ρομαντικό στο αθυρόστομο, από το πονεμένο στο επιθετικό.
Ο Ευαγγελίου είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός ποιητής. Θα μπορούσε κανείς να τον φανταστεί σε μια μουσική σκηνή σε κάποια πλατεία ή γήπεδο, πριν από κάποια συναυλία να διαβάζει τα ποιήματά του, σαν παρεμβάσεις που ξερνάνε πυγμή και ευαισθησία, κεκαλυμμένη οργή και αγάπη. Σαν ένας άλλος Γκίνσμπεργκ που γράφει τα δικά του ουρλιαχτά. Μια μετα-beat ποίηση, που καταλαβαίνεις ότι γεννήθηκε σε νυχτερινά δρομάκια της πόλης, ότι γράφτηκε σε αποκόμματα εφημερίδων, σε τσαλακωμένα στην κωλότσεπη σημειωματάρια, ανάμεσα στη λήψη μιας φωτογραφίας στο δρόμο και μιας διαδήλωσης, λίγο πριν βροντήξει μια πόρτα ή κλάψει ένας γάτος κάτω από τη βροχή.
Οι λέξεις του ποιητή, στοιχίζονται αρμονικά με απότομους συνειρμούς, μια ίπτανται και μια εφορμούν με δύναμη προς το έδαφος, με μια ιλιγγιώδη ενίοτε λεξιλαγνεία, που συγκινεί με τη σπουδή με την οποία εικάζεις ότι διαμορφώθηκε.
Η συλλογή δομείται σε πυραμιδοειδή μορφή, από τον ποιητικό πληθωρισμό στην αφαίρεση. Η αφαίρεση είναι μια επώδυνη διαδικασία για κάθε ποιητή, καθώς αυτός καλείται, στο πέρασμα των δημιουργικών του χρόνων, να αποχαιρετήσει λέξεις και φράσεις, σαν γονιός που αποχαιρετά παιδιά του που μεταναστεύουν, αγνοώντας αν θα τα ξαναδεί. Αυτά όμως που θα του μείνουν, θα είναι και τα πλέον μονάκριβα. Πρόκειται για αναπόφευκτη εξελικτική διαδικασία, καθώς η ποίηση ωριμάζει και απογειώνεται καθώς συσσωρεύεται η γνώση και η εμπειρία. Σπάνια θα βρούμε ποιητές που δημιούργησαν το αποκορύφωμά τους στις πρώτες τους δουλειές. Η συγκέντρωση του πόνου, οδηγεί στις ποιητικές κορυφώσεις. Ο ποιητής δεν είναι ρόκερ που έχει περισσότερες πιθανότητες να δώσει το αριστούργημά του μέσα στο ζενίθ της νεανικής του ενέργειας. Αλλά τελειοποιείται με την κούραση του βίου, γιατί τότε μπορεί να συγκρίνει το σπουδαίο να ειπωθεί από το εφήμερο και το ανάξιο λόγου.
Η συλλογή ξεκινάει με πεζά ποιήματα, σχεδόν ολοσέλιδα, σαν ο Ευαγγελίου να θεμελιώνει το ποιητικό του οικοδόμημα. Κάθε ποιητικό του αφήγημα διατηρεί πλήρη θεματική αυτοτέλεια, από την αυτοναφορικότητα (Πόσων χρονών είμαι; Και τι με νοιάζει; Λες κι έχω γενέθλια κάνω. Είσαι και φαίνεσαι δεν λέγαμε μικροί; Είμαι όσο φαίνομαι, τότε. Και πόσο να φαίνομαι άραγε; Αφού μη φανερός γεννήθηκα…) στον επαναπροσδιρισμό των μικρών πραγμάτων (Ιανουάρια Φυλή: ο καλύτερος μήνας κάθε χρονιάς. Για έναν και μόνο λόγο. Γιατί δεν προλαβαίνεις να τον ζήσεις. Μέχρι να αρχίσεις να βάζεις στο τραπέζι τα όνειρα και τις επιθυμίες του νέου έτους, έχει έρθει ο Φεβρουάριος… Ο Ιανουάριος είναι αυτός που σου χαϊδεύει τα μαλλιά και σου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο πριν βγεις στο μέτωπο των επόμενων μηνών…).
Οι ποιητικοί όροφοι που ακολουθούν υψώνονται αέρινοι σαν στήλες καπνού, μιας αλλοτινής ινδιάνικης επικοινωνίας: “Χάσαμε/το χαμόγελό μας/ Την αξιοπρέπεια,/το κουράγιο,/τα όνειρα,/την ανθρωπιά./Εντέλει/τον εαυτό μας./Και η κοπέλα/από τα ηχεία/ήταν ξεκάθαρη./“Παρακαλείσθε/να προσέχετε/τα προσωπικά σας/αντικείμενα!”.
Για να δώσουν τη θέση τους σε ποιήματα αητοφωλιές, που συμπυκνώνουν νοηματικά τις στοχεύσεις του ποιητή σε τρίστιχα, τετράστιχα, πεντάστιχα και ενίοτε ελάχιστα μεγαλύτερα ποιήματα, που οικοδομούνται λέξη λέξη, η μία επάνω στην άλλη:
“Έχω αφήσει
τη βρύση ανοιχτή.
Έτσι για παρέα.”
ή
“Τι άπληστοι
που είμαστε.
Όλο χρόνια πολλά.
Χίλια συγνώμη
και χίλια ευχαριστώ.”
Η έκδοση, με αλληλένδετη με τους στίχους καλαισθησία, υπηρετεί τους σχηματισμούς των λέξεων, διαμορφώνοντας αδιόρατα δέντρα, λοφάκια και μικρές ανεστραμμένες πυραμίδες, σαν ένα κρυμμένο παιδικό παιχνίδι φραστικών σχημάτων.
Δεν ξέρω ποιος και κυρίως πως διαβάζει ποίηση σήμερα. Το “μετά το ωμέγα” πάντως δέον όπως διαβαστεί μέσα στα στριμωγμένα λεωφορεία, στα καφέ της πόλης νωρίς το πρωί όταν είναι ακόμη άδεια, σε μια αποβάθρα στην αναμονή του πλοίου, ένα χειμωνιάτικο βράδυ στην επαρχία με τον βοριά να λυσσομανάει στα δέντρα, σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς θέρμανση ή ένα σούρουπο σε μια πολύβουη πλατεία. Είναι για να διαβαστεί σχεδόν όπως γράφτηκε. Για να μπει στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν, να λερωθεί από καφέ, ψίχουλα, άμμο, να πέσει στις σελίδες του καπνός, στάχτες ή ουίσκι.
Μπορεί να βουτήξει κανείς κατευθείαν στην καρδιά των ποιημάτων ή να ξεκινήσει ακόμη και από το τέλος. Και από εκεί ο αναγνώστης, να ξεριζώσει τις λέξεις που μιλάνε στην δική του καρδιά. Ώστε να αισθανθεί την ποίηση του Ευαγγελίου όπως ακριβώς είναι, αδέσποτη.
Νίκος Ορφανός
Ηθοποιός – Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης